- δευκής
- δευκής, ές,A = γλυκύς, dub. in Nic.Al.328; cf. δευκές· λαμπρόν, ὅμοιον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δευκής — δευκής, ές (Α) γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ απόσπαση από το αδευκής*] … Dictionary of Greek
δευκές — δευκής masc/fem voc sg δευκής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
δεύκος — δεῡκος ( ους), το (Α) το γλεύκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. πλασμένη από τους Σχολιαστές (βλ. και λ. αδευκής), παράλληλος τ. τού δευκής] … Dictionary of Greek
πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… … Dictionary of Greek
dl̥ku- (?) — dl̥ku (?) English meaning: sweet Deutsche Übersetzung: ‘sũß” Material: Gk. γλυκύς, γλυκερός ‘sweet”, γλυκκόν γλυκύ, γλύκκα ἡ γλυκύτης Hes. ( κκ from ku̯ ), γλεῦκος (late) “must, stum” (ablaut neologism); γλ from δλ because of… … Proto-Indo-European etymological dictionary